καταδουλούμεθα

καταδουλούμεθα
καταδουλόω
reduce to slavery
pres ind mp 1st pl
καταδουλόω
reduce to slavery
pres ind mp 1st pl
καταδουλόω
reduce to slavery
imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)
καταδουλόω
reduce to slavery
imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατεπάδω — κατεπᾴδω (Α) υποτάσσω, καταβάλλω κάποιον με ωδή ή με μαγεία («νέους λαμβάνοντες, ὥσπερ λέοντας, κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», Πλάτ.) αρχ. 1. μιλώ σε κάποιον με λόγια γλυκά, καταπραϋντικά, κολακευτικά 2. τραγουδώ για να γοητεύσω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”